φλύαροι

φλύαροι
φλύᾱροι , φλύαρος
silly talk
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • блѧдь — БЛѦД|Ь (9*), И с. 1.Обман, вздор, ошибка; ересь: ѡ(т)коудѣ оубо вамъ ||=сиѩ бледь. тамо ни дрѣва доубровна соуть. ни ѡслѩта миноують. посрамлѩѥтсѩ оубо. (τὸ ληρεῖν) КР 1284, 375 376; и къ симъ ѡ(т) западьныхъ нѣкыхъ скверны(х) и нощны(х) жертъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Λέλεγες — Προϊστορικός λαός. Σύμφωνα με αναφορές αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, ήταν νομαδικός λαός και φιλοπόλεμος, ο οποίος κατοικούσε στις ακτές της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Μικράς Ασίας και στα νησιά. Η ονομασία του προερχόταν από τον επώνυμο ήρωά του,… …   Dictionary of Greek

  • περίεργος — η, ο / περίεργος, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που ενδιαφέρεται για το καθετί και θέλει να τό γνωρίσει, αυτός που ερευνά και επιδιώκει να μάθει τα πάντα, ερευνητικός (α. «από μικρός ήταν περίεργος και έμαθε πολλά» β. «περίεργα παιδία», Γαλ. γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”